- προσυφαίνοντες
- πρόσ-ὑφαίνωweavepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυφαίνω — Α 1. συνυφαίνω («ἀθανάτῳ θνητὸν προσυφαίνοντες», Πλάτ.) 2. μτφ. (σχετικά με οικοδομήματα) κατασκευάζω κάτι σε κάτι άλλο («οἰκίας προσυφαίνουσι ταῑς γωνίαις», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφαίνω «συμπλέκω, δημιουργώ, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek